φωνολογικός

φωνολογικός
-ή, -ό, Ν [φωνολογία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνολογία
2. φρ. α) «φωνολογικό σύστημα»
γλωσσ. σύστημα που απαρτίζεται από φωνήματα, από μεμονωμένους φθόγγους ή από ομάδες φθόγγων μιας γλώσσας, η παρουσία ή η απουσία τών οποίων σε ορισμένο περιβάλλον διαφοροποιεί τη σημασία μιας λέξης
β) «φωνολογική ορθογραφία»
γλωσσ. τύπος ορθογραφίας κατά την οποία τα γραφήματα παριστάνουν τα φωνήματα και όχι τους φθόγγους μιας γλώσσας
γ) «φωνολογική μονάδα»
γλωσσ. το φώνημα
δ) «φωνολογική ταυτότητα»
γλωσσ. η ομοιότητα ήχων από γλωσσολογική άποψη
ε) «φωνολογικοί νόμοι»
γλωσσ. γενικοί κανόνες που περιγράφουν τις συστηματικές χρονικές και τοπικές μεταβολές τών φθόγγων ορισμένης γλώσσας κατά τη διαδρομή τού χρόνου και περιγράφουν μεταβολές στο φωνολογικό επίπεδο ορισμένης γλώσσας.
επίρρ...
φωνολογικώς και φωνολογικά Ν
από φωνολογική άποψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωνολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνολογία (βλ. λ.), που είναι της φωνολογίας: Φωνολογικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”